Τιτανικά

Τιτανικά
Τιτανικός
of
neut nom/voc/acc pl
Τιτανικά̱ , Τιτανικός
of
fem nom/voc/acc dual
Τιτανικά̱ , Τιτανικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τιτανικάς — Τιτανικά̱ς , Τιτανικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχυνίτης — Ορυκτό, που ανήκει στα τιτανικά και νιοβικά ορυκτά άλατα. Ο α. κρυσταλλώνεται σε κρύσταλλα του ρομβικού συστήματος. Έχει χρώμα μαύρο έως καστανόγκριζο και σκληρότητα 5ου έως 6ου βαθμού. Χαρακτηρίζεται και ως τινανιονιοβικό άλας θορίου, δημητρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”